- σύσκευο
- το, Νναυτ. κάθε σύσπαστο που αποτελείται από δύο τροχίλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + σκεύος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανιβέλα — και μαναβέλα, η 1. μοχλός με τον οποίο περιστρέφεται χειροκίνητο σύσκευο ή μηχάνημα ή με τη βοήθεια τού οποίου τίθεται σε λειτουργία ένας βενζινοκινητήρας ή πετρελαιοκινητήρας 2. ξύλο, κοντάρι πάνω στους ώμους δύο ανθρώπων που στέκονται… … Dictionary of Greek
μαντοπόδαρο — το ναυτ. σύσκευο αποτελούμενο από ισχυρό σχοινί ή σύρμα δεμένο στον λαιμό ιστού ή στο άκρο κεραίας, στην άκρη τού οποίου κρεμιέται τρόχιλος ή δακτύλιος και το οποίο χρησιμεύει για την άρση βαριών αντικειμένων, αλλ. κρεμαστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μελανείο — το τεχνολ. ειδικό σύσκευο τού τυπογραφικού πιεστηρίου στο οποίο τοποθετείται η μελάνη και ο μηχανισμός μεταφοράς της στους κυλίνδρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνη. Ο τ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
περίτροχος — η, ο / περίτροχος, ον, ΝΜΑ [περιτρέχω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή τού σχοινιού ή τής αλυσίδας τής άγκυρας μσν. αρχ. 1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ… … Dictionary of Greek